Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Πίνακας με όλα τα τριτόκλιτα επίθετα της αρχαίας ελληνικής γλώσσης

Διαιροῦνται κατὰ τὸ χαρακτήρα τους, ὅπως καὶ τὰ οὐσιαστικά, σὲ φωνηεντόληκτα καὶ συμφωνόληκτα.
Α) Φωνηεντόληκτα ἐπίθετα τῆς γ’ κλίσης
α) Τρικατάληκτα (σὲ -υς-εια)
Θέμα: βαθυ-, βαθε-
Ἐνικός
Πληθυντικός
Δυϊκός
ὀνομαστική
ὁ βαθύς
ἡ βαθεῖα
τὸ βαθύ
οἱ βαθεῖς
αἱ βαθεῖαι
τὰ βαθέ-α
τὼ βαθεῖ
τὼ βαθεία
τὼ βαθεῖ
γενική
τοῦ βαθέ-ος
τῆς βαθείας
τοῦ βαθέος
τῶν βαθέ-ων
τῶν βαθειῶν
τῶν βαθέ-ων
τοῖν βαθέ-οιν
τοῖν βαθείαιν
τοῖν βαθέ-οιν
δοτική
τῷ βαθεῖ
τῂ βαθεί
τῷ βαθεῖ
τοῖς βαθέ-σι
ταῖς βαθείαις
τοῖς βαθέ-σι
τοῖν βαθέ-οιν
τοῖν βαθείαιν
τοῖν βαθέ-οιν
αἰτιατική
τὸν βαθύ-ν
τὴν βαθεῖαν
τὸ βαθύ
τοὺς βαθεῖς
τὰς βαθείας
τὰ βαθέ-α
τὼ βαθεῖ
τὼ βαθεία
τὼ βαθεῖ
κλητική
ὦ βαθύ
ὦ βαθεῖα
ὦ βαθύ
ὦ βαθεῖς
ὦ βαθεῖαι
ὦ βαθέ-α
ὦ βαθεῖ
ὦ βαθεία
ὦ βαθεῖ
Παρατηρήσεις
Τὰ τριτόκλητα ἐπίθετα σὲ -υς, -εια, -υ:
1) στὸ ἀρσενικὸ (καὶ στὸ οὐδέτερο) εἶναι γενικῶς ὀξύτοναβαθύς, βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ἡδύς, θρασύς, ὀξύς, παχύς, ταχύς, τραχύς, κ.ἄ. ΄ βαρύτονα εἶναι μόνο τὸ θῆλυς, θήλεια, θῆλυ καὶ τὸ ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ.
2) Συναιροῦν τὸ χαρακτήρα ε μὲ τὸ ἀκόλουθο ε ἤ ι σὲ ει΄ τὸ ἥμισυς συναιρεῖ πολλὲς φορὲς καὶ τὸ ε+α στὸ τέλος τοῦ οὐδετέρου σὲ :τὰ ἡμίσεα καὶ τὰ ἡμίση.
3) Τὸ θηλυκὸ τὸ σχηματίζουν μὲ τὴν κατάληξη jα: βαθέ-jα, ὅπου τὸ ε+j συναιρεῖται σὲ -ει: βαθεῖα.
β) Δικατάληκτα (σὲ -υς, -υ, γεν. –υος ἤ -εος)
Θέμα: εὐβοτρυ- (εὔβοτρυς=ὁ ἔχων ἄφθονα σταφύλια)
Ἐνικός
Πληθυντικός
Δυϊκός
ὀνομαστική
ὁ,ἡ εὔβοτρυς
τὸ εὔβοτρυ
οἱ,αἱ εὐβότρυες
τὰ εὐβότρυα
τὼ εὐβότρυε
τὼ ευβότρυε
γενική
τοῦ εὐβότρυος
τοῦ εὐβότρυος
τῶν εὐβοτρύων
τῶν εὐβοτρύων
τοῖν εὐβοτρύοιν
τοῖν εὐβοτρύοιν
δοτική
τῷ,τῇ εὐβότρυϊ
τῷ εὐβότρυϊ
τοῖς,ταῖς εὐβότρυσι
τοῖς εὐβότρυσι
τοῖν εὐβοτρύοιν
τοῖν εὐβοτρύοιν
αἰτιατική
τὸν,τὴν εὔβοτρυν
τὸ εὔβοτρυ
τοὺς,τὰς εὐβότρυς
τὰ εὐβότρυα
τὼ εὐβότρυε
τὼ εὐβότρυε
κλητική
ὦ εὔβοτρυ
ὦ εὔβοτρυ
ὦ εὐβότρυα
ὦ εὐβότρυα
ὦ εὐβότρυε
ὦ εὐβότρυε

Β) Συμφωνόληκτα ἐπίθετα τῆς γ’ κλίσης
Ι) ἈΦΩΝΟΛΗΚΤΑ
α) Τρικατάληκτα
1) Σὲ -ας, -ασα, -αν
Θέμα: παντ-
Ἐνικός
Πληθυντικός
ὀνομαστική
ὁ πᾶς
ἡ πᾶσα
τὸ πᾶν
οἱ πάντες
αἱ πᾶσαι
τὰ πάντα
γενική
τοῦ παντός
τῆς πάσης
τοῦ παντός
τῶν πάντων
τῶν πασῶν
τῶν πάντων
δοτική
τῷ παντί
τῇ πάσ
τῷ παντί
τοῖς πᾶσι
ταῖς πάσαις
τοῖς πᾶσι
αἰτιατική
τὸν πάντα
τὴν πᾶσαν
τὸ πᾶν
τοὺς πάντας
τὰς πάσαις
τὰ πάντα
κλητική
ὦ πᾶς
ὦ πᾶσα
ὦ πᾶν
ὦ πάντες
ὦ πᾶσαι
ὦ πάντα



2) Σὲ -εις, -εσσα, -εν
Θέμα: Χαριεντ-, χαριετ- (χαρίεις=γεμάτος χάρη, χαριτωμένος)
Ἐνικός
Πληθυντικός
Δυϊκός
ὀνομαστική
ὁ χαρίεις
ἡ χαρίεσσα
τὸ χαρίεν
οἱ χαρίεντες
αἱ χαρίεσσαι
τὰ χαρίεντα
τὼ χαρίεντε
τὼ χαριέσσα
τὼ χαρίεντε
γενική
τοῦ χαρίεντος
τῆς χαριέσσης
τοῦ χαρίεντος
τῶν χαριέντων
τῶν χαριεσσῶν
τῶν χαριέντων
τοῖν χαριέντοιν
τοῖν χαριέσσαιν
τοῖν χαριέντοιν
δοτική
τῷ χαρίεντι
τῇ χαριέσσ
τῷ χαρίεντι
τοῖς χαρίεσι
ταῖς χαριέσσαις
τοῖς χαρίεσι
τοῖν χαριέντοιν
τοῖν χαριέσσαιν
τοῖν χαριέντοιν
αἰτιατική
τὸν χαρίεντα
τὴν χαρίεσσαν
τὸ χαρίεν
τοὺς χαρίεντας
τὰς χαριέσσας
τὰ χαρίεντα
τὼ χαρίεντε
τὼ χαριέσσα
τὼ χαρίεντε
κλητική
ὦ χαρίεν
ὦ χαρίεσσα
ὦ χαρίεν
ὦ χαρίεντες
ὦ χαρίεσσαι
ὦ χαρίεντα
ὦ χαρίεντε
ὦ χαριέσσα
ὦ χαρίεντε
3) Σὲ -ων, -ουσα, -ον
Θέμα: ἀκοντ- (ἄκων=μὴ θέλοντας, ἀκούσιος)
Ἐνικός
Πληθυντικός
Δυϊκός
ὀνομαστική
ὁ ἄκων
ἡ ἄκουσα
τὸ ἆκον
οἱ ἄκοντες
αἱ ἄκουσαι
τὰ ἄκοντα
τὼ ἄκοντε
τὼ ἀκούσα
τὼ ἄκοντε
γενική
τοῦ ἄκοντος
τῆς ἀκούσης
τοῦ ἄκοντος
τῶν ἀκόντων
τῶν ἀκουσῶν
τῶν ἀκόντων
τοῖν ἀκόντοιν
τοῖν ἀκούσαιν
τοῖν ἀκόντοιν
δοτική
τῷ ἄκοντι
τῇ ἀκούσ
τῷ ἄκοντι
τοῖς ἄκουσι
ταῖς ἀκούσαις
τὰς ἄκουσι
τοῖν ἀκόντοιν
τοῖν ἀκούσαιν
τοῖν ἀκόντοιν
αἰτιατική
τὸν ἄκοντα
τὴν ἄκουσαν
τὸ ἆκον
τοὺς ἄκοντας
τὰς ἀκούσας
τοῖς ἄκοντα
τὼ ἄκοντε
τὼ ἀκούσα
τὼ ἄκοντε
κλητική
ὦ ἆκον
ὦ ἄκουσα
ὦ ἆκον
ὦ ἄκοντες
ὦ ἄκουσαι
ὦ ἄκοντα
ὦ ἄκοντε
ὦ ἀκούσα
ὦ ἄκοντε
β) Δικατάληκτα
Μερικὰ ἀφωνόληκτα ἐπίθετα τῆς γ’ κλίσης εἶναι δικατάληκτα μὲ τρία γένη. Αὐτὰ εἶναι σύνθετα μὲ β’ συνθετικὸ οὐσιαστικὸ τριτόκλιτο ἀφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδούς κ.ἄ.) καὶ κλίνονται συνήθως ὅπως τὸ β’ συνθετικό τους.
Ἐνικός
Πληθυντικός
ὀνομαστική
ὁ,ἡ εὔχαρις
τὸ εὔχαρι
οἱ,αἱ εὐχάριτες
τὰ εὐχάριτα
γενική
τοῦ,τῆς εὐχάριτος
τὼν εὐχαρίτων
δοτική
τῷ,τῇ εὐχάριτι
τοῖς,ταῖς εὐχάρισι
αἰτιατική
Τὸν,τὴν εὔχαριν
τὸ εὔχαρι
τοὺς, τὰς εὐχάριτας
τὰ εὐχάριτα
γ) Μονοκατάληκτα (μὲ δύο γένη)
Μερικὰ ἀφωνόληκτα ἐπίθετα τῆς γ’ κλίσης, ἁπλὰ ἤ σύνθετα, εἶναι μονοκατάληκτα μὲ δύο γένη. Αὐτὰ κλίνονται ὅπως τὰ ἀντίστοιχαοὐσιαστικὰ τῆς γ’ κλίσης.
Ἐνικός
Πληθυντικός
ὀνομαστική
ὁ,ἡ βλάξ
οἱ,αἱ βλάκες
γενική
τοῦ,τῆς βλακός
τῶν βλακῶν
δοτική
τῷ,τῇ βλακί
τοῖς,ταῖς βλαξί
αἰτιατική
Τὸν,τὴν βλάκα
τοὺς,τὰς βλάκας
κλητική
ὦ βλάξ
ὦ βλάκες
ΙΙ) ἘΝΡΙΝΟΛΗΚΤΑ ΚΑΙ ‘ΥΓΡΟΛΗΚΤΑ
α) Τρικατάληκτα
Θέμα: μελαν-
Ἐνικός
Πληθυντικός
Δυϊκός
ὀνομαστική
ὁ μέλας
ἡ μέλαινα
τὸ μέλαν
οἱ μέλανες
αἱ μέλαιναι
τὰ μέλανα
τὼ μέλανε
τὼ μελαίνα
τὼ μέλανε
γενική
τοῦ μέλανος
τῆς μελαίνης
τοῦ μέλανος
τῶν μελάνων
τῶν μελαινῶν
τῶν μελάνων
τοῖν μελάνοιν
τοῖν μελαίναιν
τοῖν μελάνοιν
δοτική
τῷ μέλανι
τῇ μελαίν
τῷ μέλανι
τοῖς μέλασι
ταῖς μελαίναις
τοῖς μέλασι
τοῖν μελάνοιν
τοῖν μελαίναιν
τοῖν μελάνοιν
αἰτιατική
τὸν μέλανα
τὴν μέλαιναν
τὸ μέλαν
τοὺς μέλανας
τὰς μελαίνας
τὰ μέλανα
τὼ μέλανε
τὼ μελαίνα
τὼ μέλανε
κλητική
ὦ μέλαν
ὦ μέλαινα
ὦ μέλαν
ὦ μέλανες
ὦ μέλαιναι
ὦ μέλανα
ὦ μέλανε
ὦ μελαίνα
ὦ μέλανε


Παρατηρήσεις
Σὲ ὅλα τὰ τρικατάληκτα ἐπίθετα τὸ θηλυκό:
1) λήγει σὲ -α βραχύχρονο: βαθύς, βαθεῖα΄ πᾶς, πᾶσα΄ ἑκών, ἓκοῦσα΄ μέλας, μέλαινα.
2) Στὴ γενικὴ τοῦ πληθυντικοῦ τονίζεται πάντοτε στὴ λήγουσα: τῶν βαθειῶν, πασῶν, ἑκουσιῶν, μελαινῶν.
β) Δικατάληκτα
{Ὁμοίως κλίνονται τὰ ἐπίθετα:
1) σὲ -ων, -ον (γεν. –ονος)
2) σὲ -ην, -εν (γεν. –ενος)
3) σὲ -ωρ, -ορ (γεν. –ορος)}
Θέμα: εὐδαιμον-
Ἐνικός
Πληθυντικός
Δυϊκός
ὀνομαστική
ὁ,ἡ εὐδαίμων
τὸ εὔδαιμον
οἱ,αἱ εὐδαίμονες
τὰ εὐδαίμονα
τὼ εὐδαίμονε
γενική
τοῦ,τῆς εὐδαίμονος
τοῦ εὐδαίμονος
τῶν εὐδαιμόνων
τῶν ευδαιμόνων
τοῖν εὐδαιμόνοιν
δοτική
τῷ,τῇ εὐδαίμονι
τῷ εὐδαίμονι
τοῖς,ταῖς εὐδαίμοσι
τοῖς εὐδαίμοσι
τοῖν εὐδαιμόνοιν
αἰτιατική
τὸν,τὴν εὐδαίμονα
τὸ εὔδαιμον
τοὺς,τὰς εὐδαίμονας
τὰ εὐδαίμονα
τὼ εὐδαίμονε
κλητική
ὦ εὔδαιμον
ὦ εὔδαιμον
ὦ εὐδαίμονες
ὦ εὐδαίμονα
ὦ εὐδαίμονε
Παρατηρήσεις
Τὰ δικατάληκτα ἐνρινόληκτα καὶ ὑγρόληκτα ἐπίθετα τῆς γ’ κλίσης ἔχουν ἀρχικὸ θέμα σὲ -ον, -εν, -ορ (εὐδαιμον-, ἀρρεν-, ἀπατορ-), ἀλλὰ στὴν ὀνομαστικὴ τοῦ ἐνικοῦ τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ θηλυκοῦ δὲν παίρνουν κατάληξη καὶ τὸ βραχύχρονο φωνῆεν ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὸ χαρακτήρα τὸ ἐκτείνουν σὲ μακρόχρονο, τὸ ο σὲ ω, τὸ ε σὲ η: (εὐδαιμον-) εὐδαίμων, (ἀρρεν-) ἄρρην, (ἀπατορ-) ἀπάτωρ.
γ) Μονοκατάληκτα (μὲ δύο γένη)
Αὐτὰ εἶναι ἁπλὰ ἤ σύνθετα μὲ β’ συνθετικὸ τριτόκλιτο ἐνρινόληκτο ἤ ὑγρόληκτο καὶ κλίνονται ὅπως τὰ ἀντίστοιχα οὐσιαστικὰ τῆς γ’ κλίσης.
Ἐνικός
Πληθυντικός
Δυϊκός
ὀνομαστική
ὁ,ἡ μάκαρ
οἱ,αἱ μάκαρες
τὼ μακάρε
γενική
τοῦ,τῆς μάκαρος
τῶν μακάρων
τοῖν μακάροιν
δοτική
τῷ, τῇ μάκαρι
τοῖς,ταῖς μακάρσι
τοῖν μακάροιν
αἰτιατική
τὸν,τὴν μάκαρα
τοὺς,τὰς μακάρας
τὼ μακάρε
κλητική
ὦ μάκαρ
ὦ μάκαρες
ὦ μακάρε

ΙΙΙ) ΣΙΓΜΟΛΗΚΤΑ ΔΙΚΑΤΑΛΗΚΤΑ (ΑΡΣ. ΚΑῚ ΘΗΛ. ΣΕ –ΗΣ, ΟΥΔ. ΣΕ –ΕΣ)
Θέμα: ἀληθεσ-
Ἐνικός
Πληθυντικός
Δυϊκός
ὀνομαστική
ὁ,ἡ ἀληθής
τὸ ἀληθές
οἱ,αἱ ἀληθεῖς
τὰ ἀληθ
τὼ ἀληθεῖ
γενική
τοῦ,τῆς ἀληθοῦς
τοῦ ἀληθοῦς
τῶν ἀληθῶν
τῶν ἀληθῶν
τοῖν ἀληθοῖν
δοτική
τῷ,τῇ ἀληθεῖ
τῷ ἀληθεῖ
τοῖς,ταῖς ἀληθέσι
τοῖς ἀληθέσι
τοῖν ἀληθοῖν
αἰτιατική
τὸν,τὴν ἀληθ
τὸ ἀληθές
τοὺς,τὰς ἀληθεῖς
τὰ ἀληθ
τὼ ἀληθεῖ
κλητική
ὦ ἀληθές
ὦ ἀληθές
ὦ ἀληθεῖς
ὦ ἀληθ
ὦ ἀληθεῖ
Θέμα: πληρεσ-
Ἐνικός
Πληθυντικός
Δυϊκός
ὀνομαστική
ὁ,ἡ πλήρης
τὸ πλῆρες
οἱ,αἱ πλήρεις
τὰ πλήρη
τὼ πλήρει
γενική
τοῦ,τῆς πλήρους
τοῦ πλήρους
τῶν πλήρων
τῶν πλήρων
τοῖν πλήροιν
δοτική
τῷ,τῇ πλήρει
τῷ πλήρει
τοῖς,ταῖς πλήρεσι
τοῖς πλήρεσι
τοῖν πλήροιν
αἰτιατική
τὸν,τὴν πλήρη
τὸ πλῆρες
τοὺς,τὰς πλήρεις
τὰ πλήρη
τὼ πλήρει
κλητική
ὦ πλῆρες
ὦ πλῆρες
ὦ πλήρεις
ὦ πλήρη
ὦ πλήρει
Θέμα: συνηθεσ-
Ἐνικός
Πληθυντικός
Δυϊκός
ὀνομαστική
ὁ,ἡ συνήθης
τὸ σύνηθες
οἱ,αἱ συνήθεις
τὰ συνήθη
τὼ συνήθει
γενική
τοῦ,τῆς συνήθους
τοῦ συνήθους
τῶν συνήθων
τῶν συνήθων
τοῖν συνήθοιν
δοτική
τῷ,τῇ συνήθει
τῷ συνήθει
τοῖς,ταῖς συνήθεσι
τοῖς συνήθεσι
τοῖν συνήθοιν
αἰτιατική
τὸν,τὴν συνήθη
τὸ σύνηθες
τοὺς,τὰς συνήθεις
τὰ συνήθη
τὼ συνήθει
κλητική
ὦ σύνηθες
ὦ σύνηθες
ὦ συνήθεις
ὦ συνήθεις
ὦ συνήθει
Κατὰ τὸ ἀληθὴς κλίνονται πολλὰ ὀξύτονα: ἀγενής, ἀκριβής, ἀσεβής, ἀσθενής, ἀμελής, ἀτυχής, ἐπιμελῆς, εύγενής, εὐσεβής, εὐτυχής, σαφής, ψευδής, κ.ἄ.
Κατὰ τὸ πλήρης κλίνονται ἐπίθετα:
Σὲ -ήρης: ὁ,ἡ μονήρης, τὸ μονῆρες΄ ὁ,ἡ ξιφήρης, τὸ ξιφῆρες, κ.ἄ.
Σὲ -ώδης: ὁ,ἡ δυσώδης, τὸ δυσῶδες΄ ὁ,ἡ εὐώδης, τὸ εὐῶδες.
Σὲ -ώλης: ὁ,ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες (=ἐντελῶς χαμένος)΄ ὁ,ή προώλης, τὸ προῶλες (=ἀπὸ πρὶν χαμένος, ἄξιος νὰ χαθεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα του)΄ ὁ,ἡ πανώλης, τὸ πανῶλες (=ἐντελῶς χαμένος΄ καὶ μὲ ἐνεργητικὴ σημασία: αὐτὸς ποὺ καταστρέφει τὰ πάντα), κ.ἄ.
Κατὰ τὸ συνήθης κλίνονται ἐπίθετα:
Σὲ -ήθης: ὁ,ἡ εὐήθης, τὸ εὔηθες (=ἀγαθός, ἀπλοϊκός, ἀνόητος) κ.ἄ.
Σὲ -έθης: ὁ,ἡ εὐμεγέθης, τὸ εὐμέγεθες κ.ἄ.
Σὲ -άντης: ὁ,ἡ ἀνάντης, τὸ ἄναντες (=ἀνηφορικός)΄ ὁ,ἡ κατάντης, τὸ κάταντες (=κατηφορικός), κ.ἄ.
ἐπὶσης τὰ ἐπίθετα ὁ,ἡ αὐθάδης, τὸ αὔθαδες΄ ὁ,ἡ αὐτάρκης, τὸ αὔταρκες, κ.ἄ.
Παρατηρήσεις
Τὰ βαρύτονα σιγμόληκτα ἐπίθετα τῆς γ’ κλίσης σὲ -ης, -ες:
1) στὴν ἐνικὴ κλητικὴ τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ τοῦ θηλυκοῦ καὶ στὴν ἐνικὴ ὀνομαστική, αἰτιατικὴ καὶ κλήτικὴ τοῦ οὐδετέρου ἀνεβάζουν τὸν τόνο (ἄν εἶναι ὑπερδισύλλαβα): ὁ,ἡ συνήθης, ὦ σύνηθες – τὸ σύνηθες.
2) Στὴ γενικὴ τοῦ πληθυντικοῦ τονίζονται στὴν παραλήγουσα ἀντίθετα μὲ τὸν εἰδικὸ κανὸνα τονισμοῦ 1 ἀπὸ ἀναλογία πρὸς τὴ γενικὴ τοῦ ἐνικοῦ: τῶν πληρέσ-ων, πληρέ-ων = πλήρων (ὅπως τοῦ πλήρους).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου