Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Ένας γυναικείος κόσμος...

Ένας γυναικείος κόσμος…

Φεμινισμός ονομάζεται η φιλοσοφική και κοινωνιολογική θεωρία που παραδέχεται την ισότητα των δύο φύλων. Αυτή υποστηρίζει τη χειραφέτηση της γυναίκας και την εξίσωσή της με τον άνδρα στο κοινωνικό, οικονομικό, αστικό και πολιτικό πεδίο, για λόγους ηθικής τάξης και για τη γενικότερη κοινωνική πρόοδο. Πληθώρα καταστάσεων έχει οδηγήσει τη γυναίκα του 21ου αιώνα στο να πετύχει τους στόχους της συγκεκριμένης θεωρίας.
Ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία που έχουν προβεί στην ολοένα και μεγαλύτερη ανάδειξη της γυναίκας είναι η έξαρση των φεμινιστικών κινημάτων από τις αρχές του 20ου αιώνα. Μέσω αυτών κατάφερε να ακουστεί και η φωνή της να αποκτήσει «σάρκα και οστά». Αυτός ο συνεχής αγώνας για διεκδίκηση των δικαιωμάτων της κατέληξε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Βέβαια, δεν είναι λίγες οι φορές, κατά τις οποίες έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα εκφυλισμού των κινημάτων αυτών. Ωστόσο, στην ουσία τους έχουν ένα κοπιώδες λειτούργημα, το οποίο βρίσκεται στα χέρια των ίδιων των γυναικών.
Ύστερα, βασικός παράγοντας, ο οποίος βοήθησε στην εξίσωση του γυναικείου φύλου με το ανδρικό, είναι η συμμετοχή του πρώτου στα πολιτικά δρώμενα. Το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» χάρισε σε αυτό αυτοπεποίθηση και λόγο ύπαρξης. Ήταν ένα σημαντικό βήμα για την τελείωση της χειραγώγησής τους και για την αντίληψη ότι οι γυναίκες δεν ήταν πια υποχείρια των ανδρών. Μπορούσαν, πλέον, να διαμορφώσουν τη δική τους προσωπικότητα και το δικό τους τρόπο σκέψης, χωρίς να τις εμποδίζει κανείς να εκφραστούν.
Επιπλέον, το σχολείο ως εφόδιο για την ενημέρωση των γυναικών και για την περαιτέρω εξέλιξή τους έχει παίξει καταλυτικό ρόλο στη θεωρητική αναβάθμισή τους. Η εκπαίδευση και, αργότερα, η κατάρτιση με βάση τις σπουδές άνοιξε το δρόμο για καλύτερη ένταξή τους στην κοινωνία. Διότι οι γνώσεις βοηθούν τον άνθρωπο να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες, μαθαίνοντας πράγματα, τα οποία κάνουν τη ζωή και την καθημερινότητά του ευκολότερη. Έτσι και η γυναίκα, με την απόκτηση γνώσεων, κατάφερε να διαχειριστεί καλύτερα τις καταστάσεις.
Ωστόσο, η ανάδειξη του γυναικείου φύλου δεν είναι ο μοναδικός στόχος του φεμινισμού. Κατ’ ουσίαν, η θεωρία αυτή επιχειρεί να αποδείξει ότι μέσω αυτής επιτυγχάνεται ο εξανθρωπισμός, καθώς και ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας.
Αρχικά, όσον αφορά τον εξανθρωπισμό, αυτός βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα. Χωρίς αυτά, η γυναίκα δεν ήταν μόνο υποδεέστερη του άνδρα, αλλά και υποχείριο αυτού. Ζούσε μόνο για να υπηρετεί αυτόν και τα παιδιά της. Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες που τη θέλουν να σκοτώνει τα θηλυκά βρέφη, ώστε να γλιτώσουν από την κατάσταση και τις συνθήκες ζωής, στις οποίες η ίδια ζούσε. Με την απόκτηση όμως δικαιωμάτων, η γυναίκα μπόρεσε να εξισωθεί με τον υπόλοιπο πληθυσμό και να σταματήσει να λειτουργεί ως ένα άβουλο ον. Διαφορετικά, θα επικρατούσε απανθρωπισμός και το κοινωνικό σύνολο θα έμοιαζε με φυλακή για αυτήν τη συγκεκριμένη ομάδα.
Επιπροσθέτως, σχετικά με τον εκδημοκρατισμό, η εμφάνιση της γυναίκας στην πολιτική σκηνή και η συμμετοχή της στα κοινά έχει δώσει ύπαρξη στον όρο «δημοκρατία». Αυτή είναι κομμάτι του δήμου, άρα η διατήρησή της εκτός των πολιτικών πραγμάτων ήταν ανούσια έως παράλογη. Δε θα μπορούσε να υπάρξει δημοκρατία, εάν ο ίδιος ο δήμος ήταν διχασμένος. Δε θα μπορούσε να υπάρξει ειρήνη, εάν ο ψυχολογικός πόλεμος εναντίον της γυναίκας συνεχιζόταν. Επομένως, η ανάδειξη αυτής δε συνέβαλε μόνο στο σταματημό αυτών των φαινομένων, αλλά και στην κατάργηση των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων που τη θέλουν υποδεέστερη του ανθρώπου, του μέχρι κάποτε, δηλαδή, άνδρα. Από τη στιγμή που έγινε κατανοητό ότι τα δύο φύλα δεν έχουν καμία ουσιαστική διαφορά, ούτε το ένα είναι κατώτερο από το άλλο και άρα η γυναίκα μπορεί να συμμετέχει στα κοινά, η δημοκρατία ρίζωσε στον κόσμο.

Τέλος, είναι πια κοινώς αποδεκτό ότι ο φεμινισμός, σαν θεωρία, έχει ένα ορθότατο μήνυμα να περάσει στον κόσμο. Αυτό σχετίζεται με την ισότητα των δύο φύλων. Είναι ανάγκη να γίνει από την πολιτεία η αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων και κατοχύρωση ισοδύναμων ευκαιριών και δυνατοτήτων και στα δύο. Βέβαια, ο όρος δεν είναι σωστός, γιατί ισότητα δύο φύλων δεν μπορεί να υπάρξει, τη στιγμή που το καθένα έχει την ιδιαιτερότητά του. Ο όρος «ισότητα» οφείλει να αντικατασταθεί από τον όρο «ισοτιμία».

Της μαθήτριας της Γ ΄ Λυκείου Κλείως Βλαχούλη